τετραμερές

τετραμερές
τετραμερής
quadripartite
masc/fem voc sg
τετραμερής
quadripartite
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεταλδεΰδη — Κυκλικό πολυμερές της ακεταλδεΰδης, με χημικό τύπο C8H16O4 ή (C2H4O)4. Η χημική της ονομασία είναι 2,4,6,8 τετραμέθυλ 1,3,5,7 τετραοξοκυκλο οκτάνιο, ενώ εμπορικά είναι γνωστή και με την ονομασία μέτα. Πρόκειται για λευκή έως άχρωμη στερεή… …   Dictionary of Greek

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

  • τετράσημος — Στη μετρική και στην ποίηση ο πόδας, ο οποίος σημειώνεται από 4 σημεία. Σημεία είναι τα ελάχιστα μέρη, στα οποία διαιρείται στη μουσική ο χρόνος. Το ελάχιστο χρονικό μέρος, που είναι αισθητό στην ακοή μας, είναι η βραχεία συλλαβή (υ). Αυτή… …   Dictionary of Greek

  • τσουκνίδα — Πολυετής πόα, γνωστή επιστημονικά ως ουρτίκη η δίοικος. Φυτρώνει μόνη τους σε χέρσους τόπους, και στις άκρες των δρόμων, σε όλη την Ελλάδα, και ανήκει στην οικογένεια των ουρτικιδών (δικοτυλήδονα). Έχει ρίζωμα που έρπει και βλαστό όρθιο,… …   Dictionary of Greek

  • καμφόροσμο — (Camphorosma). Γένος φυτών που περιλαμβάνει ετήσιες ή πολυετείς πόες και χαμηλούς θάμνους με γραμμικά ή οβελοειδή φύλλα και μυρωδιά καμφοράς. Τα φυτά αυτά έχουν άνθη με τέσσερις ή πέντε στήμονες, είναι κυρίως μόνοικα και έχουν τετραμερές ή… …   Dictionary of Greek

  • πολυύδωρ — Επιστημονική ονομασία ουσίας με εντελώς ιδιαίτερες ιδιότητες, η οποία πιθανώς αποτελεί πολυμερή μορφή του ύδατος. Η ανακάλυψή του ανάγεται στο 1967, όταν ο Ρώσος επιστήμονας Μπόρις Ντεριάγκιν ανακοίνωσε τα αποτελέσματα των σχετικών ερευνών του,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”